Εκδήλωση για την 71η επέτειο των σεισμών του 1953
Το Ίδρυμα Κεφαλονιάς και Ιθάκης και το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο πραγματοποίησαν εκδήλωση για την εβδομηκοστή πρώτη επέτειο των σεισμών 1953, την Κυριακή 11 Αυγούστου στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη.
Μετά από εισαγωγική ομιλία για την καταστροφή του τοπικού πολιτισμού της Εφόρου του Κοργιαλενείου Μουσείου, Δώρας Μαρκάτου, προβλήθηκε ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Γιούρι Αβέρωφ με τον τίτλο, Σεισμοί – Κεφαλονιά 1953, με προλογικά σχόλια του θεατρολόγου και συγγραφέα ΗλίαΤουμασάτου.
Αφηγητής στο ντοκιμαντέρ ο προσφάτως αποβιώσας ηθοποιός Γιάννης Φέρτης.
Στο τέλος διανεμήθηκε η μελέτη του Γάλλου γεωγράφου και αυτόπτη μάρτυρα των σεισμών, Maurice Grandazzi, Οι σεισμοί των Ιονίων Νήσων -Αύγουστος 1953- μεταφρασμένη στα ελληνικά
Συντόνισε ο Ηλίας Μπεριάτος.
ΟΜΙΛΙΕΣ
Εισαγωγική ομιλία με τίτλο Αφιέρωμα στους σεισμούς 1953: Η καταστροφή του τοπικού πολιτισμού, Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη, 11.8.2024)
Της Δώρας Φ. Μαρκάτου
Καλησπέρα σας!
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες εβδομήντα ένα χρόνια από τους καταστρεπτικούς σεισμούς 1953. Το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο συμπράττει με το Ίδρυμα Κεφαλονιάς και Ιθάκης σ’ ένα αφιέρωμα σ’ αυτό το κοσμογονικό γεγονός που άλλαξε τη ζωή στα νησιά μας, που χώρισε τον χρόνο σε προσεισμική και μετασεισμική εποχή, που οδήγησε εκατοντάδες συμπολίτες μας στον θάνατο και προκάλεσε πολλά δεινά και δυσεπίλυτα συνοδά προβλήματα. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι πόλεις και τα περισσότερα χωριά μας μεταβλήθηκαν σε ερείπια, εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έμειναν άστεγοι και είδαν τους κόπους δεκαετιών να γίνονται θυσία στον Εγκέλαδο. Στην περυσινή αντίστοιχη εκδήλωση θίξαμε τις ψυχολογικές επιπτώσεις των σεισμών στους πληγέντες αλλά και τους σεισμούς ως κίνητρο για καλλιτεχνική δημιουργία. Εφέτος θα επικεντρωθώ στην καταστροφή του τοπικού πολιτισμού, μιας πτυχής του λεγόμενου Επτανησιακού Πολιτισμού, δηλαδή του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στα Επτάνησα , όταν αυτά απέκτησαν ενότητα κάτω από τη βενετική κυριαρχία, που αρχίζει γύρω στο 1500, ειδικά για την Κεφαλονιά ακριβώς το 1500. Το ιδιαίτερο αυτό πολιτιστικό μόρφωμα που λέγεται Επτανησιακός πολιτισμός, η «πολιτισμική ιδιοπροσωπία των Επτανήσων» κατά τον Σπύρο Ασδραχά, στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνική κληρονομιά και στις κατακτήσεις της Δύσης από την Αναγέννηση και μετά, ενώ ανιχνεύονται και επιδράσεις και από τις απέναντι ελληνικές περιοχές. Αυτός ο πολιτισμός φανερώνεται με την επίδοση των Επτανησίων στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες, απότοκα φαινόμενα της αποκατάστασης της ηρεμίας στο νησί, της σταδιακής οικονομικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης της αστικής τάξης. Αψευδείς μάρτυρες της ακμής των νησιών μας και ειδικά της Κεφαλονιάς είναι η αρχιτεκτονική των πόλεων και των χωριών, τα δημόσια και τα ταφικά μνημεία που είναι διάσπαρτα σε όλο το νησί , μια κοσμοπολίτικη αντίληψη και μια εκλεπτυσμένη ζωή. Στο Κοργιαλένειο Μουσείο έχουν συγκεντρωθεί αντικείμενα που εκφράζουν τις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις: τους αστούς-μεγαλοαστούς και τους χωρικούς γεωργοκτηνοτρόφους. Τα εκθέματα αυτά αισθητοποιούν το χάσμα που χώριζε αυτές τις δύο τάξεις αλλά και την υψηλή αισθητική του χωριατόσπιτου. Όλα αυτά σαρώθηκαν από του ς σεισμούς του 1953 και η μορφολογία των πόλεων μας είναι πια γνωστή μόνο μέσα από φωτογραφίες. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι οι σεισμοί επαναλαμβάνονται σε μεγάλο βάθος χρόνου και οι κάτοικοι, όσοι απέμεναν στο νησί κάθε φορά ξανάκτιζαν τις πόλεις τους και τα χωριά τους. Και παρήγγελλαν νέα έργα τέχνης για τους ναούς τους και τις οικίες τους. Εύγλωττο παράδειγμα αποτελεί το Ληξούρι και ολόκληρη η Παλική, που ισοπεδώθηκαν το 1867, ανοικοδομήθηκαν για να καταστραφούν σχεδόν ολοσχερώς το 1953, δηλαδή μετά από ογδόντα έξι χρόνια. Ίσως αυτή η κατάρα των σεισμών έχει και μια ευλογημένη πλευρά: ανοικοδομώντας τις πόλεις και τα χωριά τους, διακοσμώντας τους ναούς, τις οικίες τους και τα δημόσια κτήρια διατηρούσαν την παράδοση, αλλά υιοθετούσαν και νέα στοιχεία, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εποχή τους. Έτσι εξελισσόταν η τέχνη και οι άνθρωποι δέχονταν ευκολότερα το καινούριο και διαφορετικό. Γι’ αυτό ανάμεσα στους πολλούς άλλους παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των τεχνών τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τους σεισμούς.
Από τα δημόσια οικοδομήματα που καταστράφηκαν, θα σας παρουσιάσω αδρομερώς μόνο δύο: τον Φάρο του Αγίου Θεοδώρου στο Αργοστόλι, γνωστό σήμερα ως Φανάρι των Αγίων Θεοδώρων, και την Αγορά στο Ληξούρι, γνωστή ως Μαρκάτο. Και τα δύο ήταν έργα του Ιρλανδού στρατιωτικού μηχανικού στην υπηρεσία των Άγγλων, Τζων Πιτ Κέννεντυ(John Pitt Kennedy). Ανεγέρθηκαν μετά το 1822 και είχαν ολοκληρωθεί το 1828. Συγκαταλέγονται δε στα πρώτα νεοκλασικά κτήρια σε ελληνικό έδαφος. Υπενθυμίζω ότι ο Νεοκλασικισμός εισήχθη στο νεοελληνικό κράτος μετά το 1834 και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Αντίθετα στα Επτάνησα έχουμε ενδείξεις για την τάση προς τον νεοκλασικισμό μετά το 1770, δηλαδή, σχεδόν συγχρόνως με την εμφάνιση του ρεύματος αυτού στην Ευρώπη. Οριστικά επικρατεί στα Επτάνησα από τα πρώτα χρόνια του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο Νεοκλασικισμός μιμείται τη μορφολογία των αρχαίων ελληνικών έργων γλυπτικής και αρχιτεκτονικής. Η μίμηση είναι αδυναμία, στην καλλίτερη περίπτωση είναι στασιμότητα.
Το Φανάρι (εικ. 1)είναι ένα διώροφο κυκλικό οικοδόμημα, μια ροτόντα, η οποία στο ισόγειο περιβάλλεται από μια κιονοστοιχία δωρικού ρυθμού. Στον άνω όροφο που είναι στενότερος από το ισόγειο αναπτύσσεται ένας εξώστης που κλείνει με μπαλούστρα. Στην κορυφή ο φωτιστικός κλωβός που επιστέφεται από αλεξικέραυνο. Με σχέδια του Τάκη Παυλάτου χτίστηκε μετά το 1953 ένα αντίγραφό του προσεισμικού φάρου (εικ. 2), σε κάπως πιο απλουστευμένη μορφή. Το κτήριο αυτό έγινε δημοφιλές και είναι μέχρι σήμερα ένα πολυφωτογραφημένο τοπόσημο του Αργοστολίου(εικ. 3). Εκτός από τον Φάρο Αγίου Θεοδώρου, ο Κέννεντυ σχεδίασε και τον Φάρο στους Βαρδιάνους (εικ. 4), που είναι επίσης νεοκλασικού ρυθμού και καταστράφηκε το 1953. Πρόκειται για ένα πολύ ψηλό δωρικό κίονα, ο οποίος επιστέφεται από τον φωτιστικό κλωβό.
Το 1828 τελέστηκαν με επισημότητα τα εγκαίνια της Αγοράς στο Ληξούρι, δηλαδή του γνωστού Μαρκάτου. Πρόκειται για ένα επιβλητικό διώροφο νεοκλασικό κτήριο (εικ. 5) , το οποίο περιβάλλεται από δωρικό περιστύλιο, του οποίου οι κίονες ήταν αρχικά μονόλιθοι. Ο όροφος περιβάλλεται περιμετρικά από έναν εξώστη , του οποίου η περίτεχνη σιδεριά βρίσκεται σήμερα σε ένα χωριό στην Έρισο. Στον όροφο υπήρχε μια αίθουσα εξακοσίων θέσεων που καταλάμβανε το μισό μήκος του ορόφου και χρησίμευε ως αίθουσα δικαστηρίου. Στο υπόλοιπο μισό στεγαζόταν επίσης ένα λαγκαστριανό σχολείο. Στο ισόγειο στεγάζονταν καταστήματα εξ’ ού και η ονομασία Αγορά. Το ενοίκιο που πλήρωναν οι έμποροι κάλυπτε τα έξοδα κατασκευής του κτηρίου που είχαν ανέλθει σε πέντε χιλιάδες λίρες. Το Μαρκάτο ήταν στο κέντρο της δημόσιας ζωής στο Ληξούρι(εικ. 6, 7) και ένα από τα πλέον εντυπωσιακά τοπόσημά του. Είχε κατασκευαστεί από πωριά από τις γάβες (λατομεία) του χωριού Σκινιά, εκτός από τη βάση του που είχε τρεις αναβαθμούς από πολύ σκληρή λευκή πέτρα. Ο ίδιος ο Κέννεντυ με τον Νάπιερ ερεύνησαν την περιοχή για να εντοπίσουν την καταλληλότερη πέτρα. Την εντόπισαν στον Σκινιά και τότε άνοιξαν οι γάβες. Για να μεταφέρονται τα υλικά στο Ληξούρι άνοιξε δρόμος που πρέπει να ταυτίζεται με τον σημερινό δρόμο της Βουτσινίχας. Οι πρώτοι κίονες ήταν από μονόλιθο, πάντα από πέτρα του Σκινιά. Οι σεισμοί του 1867 του προκάλεσαν ζημιές, αλλά αποκαταστάθηκαν και το κτήριο άντεξε έως το 1930, οπότε και επισκευάστηκε ξανά. Τότε αντικαταστάθηκαν οι μονολιθικοί κίονες από άλλους από τσιμέντο και σίδερο. Αυτοί οι κίονες δεν άντεξαν το 1953 και λύγισαν. Ενώ το κτήριο μπορούσε να διασωθεί κατεδαφίστηκε , όπως και τόσα άλλα.
Τα εγκαίνιά του τελέστηκαν με μεγαλοπρέπεια, συγκέντρωσαν οκτώ χιλιάδες κόσμου. Σώζονται ενδιαφέρουσες περιγραφές, στις οποίες ο χρόνος δεν επιτρέπει να αναφερθώ. Ήταν η δεύτερη μεγάλη εορτή στην Κεφαλονιά μετά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του αρμοστή Μαίτλαντ στο Αργοστόλι το 1822. Το Μαρκάτο προκάλεσε τη ζήλεια του Αργοστολίου και «πολλοί άνθρωποι ρωτούσαν γιατί μια τέτοια κατασκευή ανεγέρθηκε στο Ληξούρι και όχι στο Αργοστόλι που ήταν πρωτεύουσα». Την απάντηση τη δίνει στο χρονικό του (1829) ο Henry Napier, συγγενής του τοποτηρητή Νάπιερ:
Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν ν α κτίσει γύρω από όλη την Αγορά και να την διακοσμήσει ώστε να ενθαρρύνει(να ενισχύσει), το Ληξούρι όπως και το Αργοστόλι. Γιατί είναι καλλίτερα να έχεις δύο μέτριες πόλεις από το να έχεις μια μεγάλη, η οποία θα προσείλκυε όλο τον αγροτικό πλούτο του νησιού, ήθελε να ενθαρρύνει τον κόσμο να ζει κοντά στους αγρούς. Άλλωστε και στην Αρχαιότητα η Κεφαλονιά είχε τέσσαρες πόλεις. Το Ληξούρι τότε αριθμούσε τεσσαρεσήμισυ χιλιάδες ψυχές, ήταν πολύ κοντά στον πληθυσμό του Αργοστολίου. Η περιοχή του Ληξουρίου είναι πλούσια, καρποφόρος και καλά καλλιεργημένη, πιθανότατα καλλίτερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του νησιού, εκτός από την περιοχή της αποικίας των Μαλτέζων.
Όπως αντιλαμβάνεστε, οι Άγγλοι επιθυμούσαν να αναπτυχθούν ισόρροπα οι δύο πόλεις . Καμία σύγκριση με ό,τι γίνεται σήμερα.
Τα δύο αυτά οικοδομήματα, το Φανάρι και το Μαρκάτο, έχουν τη θέση τους στην ιστορία της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας. Είναι κρίμα που το Μαρκάτο κατεδαφίστηκε όπως και τόσα άλλα κτήρια, τα οποία μπορούσαν να διασωθούν και να διασώζουν στο παρόν εικόνες του παρελθόντος, να διατηρούν τη μνήμη του τόπου.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!
Πρόλογος στο ντοκιμαντέρ «ΣΕΙΣΜΟΣ» του Γιούρι Αβέρωφ (2003) στην εκδήλωση Κοργιαλενείου Μουσείου και Ιδρύματος Κεφαλονιάς και Ιθάκης, Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη 11-08-2024
Του Ηλία Τουμασάτου
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι
Το ντοκιμαντέρ που θα παρακολουθήσουμε απόψε, ο «Σεισμός», σε σκηνοθεσία του Γιούρι Αβέρωφ, σενάριο του σκηνοθέτη και της Ισιδώρας Παπαδρακάκη, αρχειακή έρευνα και παραγωγή της Ρέας Αποστολίδη, κυκλοφόρησε το 2003. Ήταν μια παραγωγή της Anemon Productions, για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Κεφαλονιάς και Ιθάκης, του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ιδρύματος Ιωάννη Φ. Κωστόπουλου.
Ο Γιούρι Αβέρωφ, γεννημένος το 1971, με σπουδές Aνθρωπολογίας και Kοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης, είναι σκηνοθέτης και παραγωγός ντοκιμαντέρ (στην εταιρεία Anemon Productions), πολλά από τα οποία έχουν κατακτήσει ελληνικά και διεθνή βραβεία – ήδη η πρώτη του ταινία, «Η γιορτή των νεκρών», είχε βραβευθεί ως καλύτερο ελληνικό ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Καλαμάτας το 2000, τρία χρόνια πριν από τον «Σεισμό». Από τις πιο γνωστές του παραγωγές η τηλεοπτική σειρά «1821» που είχαμε παρακολουθήσει από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ.
Τη χρονιά της κυκλοφορίας του το ντοκιμαντέρ είχε προβληθεί με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από τους σεισμούς του 1953 στις παράλληλες συνεδρίες του Επιστημονικού Συμποσίου που είχε διοργανώσει τότε, στον χώρο αυτό της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης Αργοστολίου, το Ίδρυμα Κεφαλονιάς και Ιθάκης. Επιστρέφει στην ίδια αίθουσα, σήμερα, 20 και κάτι χρόνια μετά – κι αυτό κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, θα μου επιτρέψετε να πω, την παρακολούθησή του.
Ο βασικός κορμός του ντοκιμαντέρ είναι η αφήγηση ενός προσώπου που δεν έζησε τους τρεις σεισμούς της 9, 11 και 12 Αυγούστου 1953, αλλά που ήρθε στην Κεφαλονιά και αντίκρισε τη βιβλική καταστροφή, μαζί με πολλούς άλλους οικοδόμους και τεχνίτες, λίγες μέρες μετά τον σεισμό. Αυτός ο οικοδόμος, ένα νέο παιδί που τα νιάτα του έχουν σημαδέψει εκτός από τη φτώχεια και τα ατομικά και συλλογικά βιώματα μας καταστροφικής δεκαετίας (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τριπλή κατοχή (ιταλική, γερμανική, βουλγαρική, Εμφύλιος), δεν είναι ένας τυχαίος οικοδόμος μα και εκείνος τότε, που γράφει αυτή την συγκλονιστική αφήγηση της καταστροφής, δεν το ξέρει.
Ο αφηγητής, εκείνος που μας μεταφέρει το φοβερό θέαμα και το συναίσθημα κατάπληξης που έζησαν οι πρώτοι εκείνοι επισκέπτες του νησιού είναι ο Στρατής Χαβιαράς. Τότε ήταν ένας εικοσάχρονος από την Αργολίδα που από μικρός δούλευε στις οικοδομές και, βλέποντας τον σεισμό ως ευκαιρία για δουλειά, έρχεται στην Κεφαλονιά. Το 1967 ο Χαβιαράς θα φύγει στην Αμερική, όπου θα εργαστεί στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και θα γράψει πεζογραφία και ποίηση στα αγγλικά και στα ελληνικά, ενώ θα επιμεληθεί πολλές εκδόσεις και περιοδικά στην Αμερική. Το 1953 είναι ένας νεαρός εργάτης που ζει από πρώτο χέρι την τραγωδία των κατοίκων που κατάπληκτοι έχουν χάσει τα πάντα μέσα σε δευτερόλεπτα, μια καταστροφή που δεν μπορεί να συγκριθεί, ως προς την έκταση, αλλά και το «άλογο» στοιχείο της, με τις καταστροφές που ο ίδιος έχει ζήσει. Ο ίδιος ο Χαβιαράς (που δεν εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, ακούμε τη φωνή του Γιάννη Φέρτη) δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή (πέθανε το 2020).
Στον κορμό της γλαφυρής αφήγησης του Χαβιαρά ενσωματώνεται κινηματογραφημένο αρχειακό υλικό από τις πρώτες μετασεισμικές ημέρες, αλλά και φωτογραφικό υλικό από το προσεισμικό Αργοστόλι, από το αρχείο του Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. Υλικό που το 2004 δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα του Κοργιαλενείου Ιδρύματος «Η παλαιά Κεφαλονιά, ένας ατέλειωτος Αύγουστος», σε επιμέλεια του καθηγητή Γεωργίου Ν. Μοσχόπουλου και κείμενα του ομιλούντος. Παρουσιάζεται επίσης κινηματογραφημένο υλικό από τους «σεισμικούς μετανάστες», από τη ζωή των ανθρώπων που έφυγαν από την Κεφαλονιά μετά τους σεισμούς, σπρωγμένοι από την ανέχεια και την ανασφάλεια των πρώτων μετασεισμικών χρόνων, αλλά και ενταγμένοι στο μεγάλο ρεύμα της μεταπολεμικής μετανάστευσης στις πέντε ηπείρους. Ένας άνθρωπος που ήρθε στην Κεφαλονιά, αλλά και πολλοί που έφυγαν και κάποιοι ξαναγύρισαν. Κίνηση της γης, κίνηση των ανθρώπων δημιουργούν ιστορία και εξέλιξη.
Το ντοκιμαντέρ προσπαθεί να εστιάσει στην καταλυτική επίδραση αυτής της σεισμικής καταστροφής, χωρίς να προσπαθεί να ωραιοποιήσει ή να εξιδανικεύσει το «προσεισμικό» παρελθόν, αλλά ιχνηλατώντας αυτή την κληρονομιά που χάθηκε – την υλική, κτισμένη, και τις πληγές που δέχθηκε η άλλη, η άυλη, οι παραδόσεις, η μουσική, οι λατρευτικές πρακτικές, οι συνήθειες, η κοινωνική δομή και συνοχή. Εδώ καθοριστικές είναι οι συνεντεύξεις ανθρώπων επώνυμων και μη που δίνουν τη δική τους εκδοχή όχι του σεισμικού γεγονότος καθαυτού, αλλά στο πόσο επέδρασε αυτό στη διαμόρφωση της ταυτότητας του τόπου και των ανθρώπων. Πόσο έγινε ο σεισμός κομμάτι αυτής της ταυτότητας και πόσο «ταρακούνησε» το πολιτισμικό γενετικό υλικό των ανθρώπων.
Στις συνεντεύξεις θα δούμε Κεφαλονίτες από εκείνους που έζησαν το «πριν» και το «μετά», με διάφορους τρόπους, επώνυμους και ανώνυμους, και θα ακούσουμε διάφορες εκδοχές του πώς αυτό το τραυματικό βίωμα τους επηρέασε. Θα ακούσουμε ανθρώπους που μετανάστευσαν και πήραν μαζί τους και το τραύμα αλλά και την ανάμνηση του προσεισμικού κόσμου. Θα ακούσουμε και ανθρώπους που έμειναν πίσω, που προσπάθησαν να περισώσουν ο,τιδήποτε μπορούσε να σωθεί, και προσπάθησαν να χτίσουν πλάι στα ερείπια μια καινούρια ζωή. Θα ακούσουμε και ανθρώπους που αναπολούν το αστικό παρελθόν της Κεφαλονιάς, θα δούμε τα σαλόνια τους στολισμένα με έπιπλα που σώθηκαν κάτω από τα ερείπια. Θα ακούσουμε κι εκείνους που ορθώς επισημαίνουν ότι «ο σεισμός ήταν σωσμός», η μεγάλη καταστροφή έφερε δουλειές, οικοδομές, μια βίαιη επανεκκίνηση της οικονομίας που ξεκίνησε από μια μεγάλη ισοπέδωση. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, βρίσκονταν χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους – ο προηγούμενος κόσμος είχε καταλυθεί όχι με μια επανάσταση, αλλά εξαιτίας μιας φυσικής καταστροφής. Άνθρωποι βρήκαν ευκαιρίες να δουλέψουν, οι φτωχότεροι απέκτησαν σπίτια αρωγής που ήταν μακράν ανθεκτικότερα και καλύτερα από τα σπίτια που ζούσαν πριν. Είναι πολλές οι οπτικές γωνίες ενός γεγονότος – όταν ξεπεράσει το σοκ ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει, να μαζέψει τα κομμάτια του και να τα ξαναχτίσει όλα από την αρχή.
Κάτι που, είκοσι χρόνια μετά, δίνει μια άλλη διάσταση, ένα άλλο στρώμα νοσταλγίας στο ντοκιμαντέρ, που δεν υπήρχε το 1953, είναι και ότι πολλοί από τους ανθρώπους που μίλησαν τότε δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Έφυγαν κι εκείνοι – κι αυτό το ντοκιμαντέρ έχει σώσει κάτι από την αύρα τους. Αναφέρω ενδεικτικά: Η αγαπημένη και ανεπανάληπτη Ντιάνα Αντωνακάτου, ο Ηλίας Τσιτσέλης από το Ληξούρι, ο «σιορ-Λιας», το αρχοντικό του οποίου, που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, δεν υπάρχει μετά τους δίδυμους σεισμούς του 2014, αλλά και ο Διονύσιος Κωνσταντάκης, ξενιτεμένο παιδί από τα Φαρακλάτα που επέστρεψε στην Κεφαλονιά.
Σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια, έφυγαν πολλοί από τους ανθρώπους που έζησαν αυτή την εποχή. Οι άνθρωποι που θυμούνται την προσεισμική Κεφαλονιά έχουν λιγοστέψει κι αυτοί πολύ. Και πολλά άλλα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο θεατής του 2024 θα δει το ντοκιμαντέρ με άλλο μάτι από τον θεατή του 2003. Όχι μόνο επειδή τα ερωτήματα που γεννιούνται στο μυαλό μας δεν έχουν ακόμα απαντηθεί 70 χρόνια μετά τους σεισμούς. Αλλά και επειδή ακόμα και η πόλη του Αργοστολίου που βλέπουμε το 2003 είναι μια άλλη πόλη σε σχέση με αυτήν του 2024.
Το 2003 στο Αργοστόλι δεν είχαμε ακόμα την προβλήτα των κρουαζιεροπλοίων, η γέφυρα του Δεβοσέτου ήταν ακόμα ανοιχτή στα αυτοκίνητα. Ο δρόμος της Κρανιάς ακόμα δεν υπήρχε, ούτε και τα φανάρια στους δρόμους. Το παραλιακό μέτωπο, ειδικά από την αγορά προς τη γέφυρα, δεν είχε αλλάξει ακόμα. Στο Λιθόστρωτο υπάρχει ακόμα ο «Μακρής» και η «Φωλιά». Το ντοκιμαντέρ, άθελά του, καταγράφει και την εικόνα της σύγχρονής του εποχής, που για μας είναι ένα κοντινό παρελθόν, με αισθητές διαφορές.
Κάθε αποτύπωση του παρελθόντος, κουβαλάει μέσα της και το δικό της momentum. Τη δική της συγχρονία. Τα δικά της ερωτήματα. Τότε, ήταν η συμπλήρωση μισού αιώνα από τους σεισμούς, ήταν η μεγάλη διαφήμιση που είχε φέρει στα νησιά «Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» ήταν η διάχυτη αισιοδοξία του Ευρώ και της εκσυγχρονισμένης Ελλάδας, των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων. Σήμερα, είναι η εποχή της βραχυχρόνιας μίσθωσης, του υπερτουρισμού, της διάψευσης της διαρκούς ανάπτυξης που ήρθε με την οικονομική κρίση, της μετά την πανδημία αμήχανης εποχής των πολέμων και της κλιματικής κρίσης. Ένας ολότελα άλλος κόσμος, με πολλά ερωτήματα να μένουν υπαρκτά και ζωηρά. Το βασικό και διαχρονικότερο θα το κλέψουμε από το γνωστό ποίημα του Βαλαωρίτη. Και τότε, και τώρα… πρέπει να σκεφτούμε η Κεφαλονιά «τί έχασε», «τί έχει», «τί της πρέπει».
Καλή θέαση.
Ηλίας Τουμασάτος